εξανθρακωτήρας

εξανθρακωτήρας
ο [εξανθρακώνω]
(τεχν.) συσκευή που χρησιμεύει στην εξανθράκωση κατά κύριο λόγο τών ξύλων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”